logo

Selfie Stick Vs Tripod.

Σκέψεις φωτογράφου ετών 47.

Επανέρχομαι με ένα θέμα που απασχολεί τους φωτογράφους της γενιάς μου, όμως και οι νεότεροι σίγουρα θα το βρουν μπροστά τους.

Παλιότερα περιμέναμε τον ταχυδρόμο να μας φέρει καλά νέα, στηνόμασταν στην ουρά στη τράπεζα, αράζαμε στη πλατεία της γειτονιάς και ακόμα παλιότερα λιώναμε παπούτσια και παντελόνια στο παιχνίδι. Τώρα ο ταχυδρόμος έρχεται για να φέρει λογαριασμούς, εμείς αντί να ανταλλάσσουμε μια καλημέρα στις διαφορετικές ουρές κανονίζουμε τα πάντα μέσω του υπολογιστή μας και συμμετέχουμε στα κοινωνικά δίκτυα, δηλαδή στις μεταμοντέρνες πλατείες και τα καφενεία του μέλλοντος. Ας μην μιλήσουμε για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και την κακή επίδραση στη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών μας. Το είδος μας “υπάρχει” μόνο μπροστά σε έναν online υπολογιστή και όταν διασκεδάζει πρέπει να υπάρχει απαραιτήτως και η φωτογραφία που το αποδεικνύει. Παραδείγματος χάριν στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο, δυο μαθήτριες εξ Αμερικής, οι οποίες ενώ έδειχναν εξουθενωμένες από την πολύωρη βόλτα στον Ιερό Βράχο και καθόντουσαν αποκαμωμένες σχεδόν αποκοιμισμένες σε ένα μάρμαρο χωρίς να παρακολουθούν τον δάσκαλό που μιλούσε για χρυσή και κλασσική παγκόσμια κληρονομιά, κάθε τόσο σηκώνονταν και με ένα selfie stick αυτοφωτογραφίζονταν. Και κάθε φορά με την ίδια έκφραση, εν είδει μάσκας.

Πέραν του ναρκισσισμού και της ωραιοπάθειας που μας προσφέρεται απλόχερα, η ψηφιακή τεχνολογία βλάπτει και τη μνήμη. Απ’ όταν ενσωματώθηκε η φωτογραφική μηχανή στα τηλέφωνα φωτογραφίζουμε τα πάντα. Η κάμερα λειτουργεί ως σημειωματάριο. Επαγγελματικές κάρτες, ταμπέλες και οποιαδήποτε έντυπη πληροφορία φωτογραφίζεται ενώ κάθε προσωπική στιγμή απαθανατίζεται και συσσωρεύεται ως δεδομένο σε έναν υπολογιστή όπου είναι αμφίβολο εάν θα αξιοποιηθεί ποτέ, πολλώ δε μάλλον αν θα βρεθεί ποτέ κι ο φάκελος στον οποίο έχει μπει. Τραβάμε φωτογραφίες και ενώ εγγράφονται στη κάρτα μνήμης της μηχανής δεν εγγράφονται στον “σκληρό δίσκο” μας. Επαναπαυόμαστε στο γεγονός ότι κάπου υπάρχουν κι ότι κάποτε θα τις δούμε, δηλαδή ποτέ. Και ξεχνάμε όχι μόνο αυτά που είδαμε αλλά κι εκείνα που θυμόμασταν.

Τα ψηφιακά φυσικά, είναι μονόδρομος -κι εγώ τα χρησιμοποιώ φανατικά- όμως δε συμφωνώ ούτε με την άποψη πως λόγω της ευκολίας που προσφέρουν εξοικονομείται χρόνος και χρήμα. Θυμάμαι πριν μια δεκαετία όταν “πέρασα” στα ψηφιακά είχα οικονομικά αιμορραγήσει ενώ μάταια νόμιζα πως θα είχα περισσότερο χρόνο για τα προσωπικά μου πρότζεκτ. Αντιθέτως δούλευα χωρίς προσοχή, τραβούσα πολλαπλάσιο υλικό και εντέλει έβγαζα τα μάτια μου στον υπολογιστή για να επιλέξω και να διορθώσω τις εικόνες μου. Ίδρωσα μέχρι να αποφασίσω να λειτουργώ “αναλογικά” μέσα στον ψηφιακό κόσμο, δηλαδή να απολαμβάνω από τη φωτογραφία ότι απολαμβάνει από τον ήχο κι ένας συλλέκτης βινυλίων. Πλέον (ξανα-)στήνω τη μηχανή μου σε τρίποδο συνθέτοντας καλά το κάδρο μου, (ξανα-)φωτομετρώ με προσοχή και (ξανα-)κάνω τόσα κλικ όσα έκανα συνήθως με το μεσαίο φορμά που χρησιμοποιούσα. Θα φανεί περίεργο αλλά για κάποιο μαγικό λόγο, η καλή φωτογραφία βρίσκεται πάντοτε ανάμεσα στα πρώτα καρέ.

Δε πρέπει να δαιμονοποιείται η τεχνολογία, αντίθετα να γίνει μία σοβαρή κουβέντα γύρω από αυτήν. Ανάλογη με εκείνη που δεν έγινε όταν ανακαλύφθηκε το αυτοκίνητο στις αρχές του 20ού αιώνα. Αν είχε γίνει τότε, μπορεί να μη μιλούσαμε σήμερα για προβλήματα που αντιμετωπίζει όλος ο πλανήτης. Δεν εννοώ –για το θεό- πως εξαιτίας της ψηφιακής τεχνολογίας θα λιώσουν οι πάγοι ή ότι η βροχή θα γίνει όξινη, όμως πως η αλλαγή που επήλθε με την έλευση της ψηφιακής τεχνολογίας είναι ανάλογη εκείνης της αλλαγής που επέφερε η ανακάλυψη –με όλους τους κινδύνους που εμπεριέχονται σε αυτή- του μέσου που μας πήγε από το ένα σημείο στο άλλο σε ελάχιστο χρόνο.

Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2015.
Καμίλο Νόλλας, για το περιοδικό Φωτογράφος, τεύχος #239 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2015).